Τα τελευταία δέκα χρόνια, 558 Ελληνοκύπριοι και 184 Τουρκοκύπριοι αγνοούμενοι έχουν ταυτοποιηθεί και τα λείψανά τους έχουν επιστραφεί στις οικογένειές τους. Για τις οικογένειες, η αναμονή τελείωσε. Αυτά τα άτομα έχουν τώρα ταφεί και οι τάφοι τους φέρουν το όνομά τους. Για τους αγαπημένους τους, ο πόνος έχει μετατραπεί σε πένθος. Για τους υπόλοιπους 950 Ελληνοκύπριους και 309 Τουρκοκύπριους, που εξακολουθούν να αγνοούνται, οι πληγές παραμένουν ανοικτές. Δεν έχουν ακόμη ταυτοποιηθεί. Και ο χρόνος εξαντλείται.
Φέτος είναι η δέκατη επέτειος από την έναρξη του προγράμματος εκταφών σε ολόκληρο το νησί για την ανεύρεση των λειψάνων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που αγνοούνται από τις διακοινοτικές μάχες του 1963 – ’64 και την τουρκική εισβολή του 1974. Το θλιβερό αυτό καθήκον έχει αναληφθεί από τη ΔΕΑ.
«Συνεχίζεται για τόσο καιρό, είναι τόσο δύσκολο και τόσο οδυνηρό θέμα για τους Κυπρίους. Οι Κύπριοι είναι άτομα που αγαπούν τις οικογένειες τους και που έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με τέτοια βία μεταξύ αυτών των δύο περιόδων, του 1963-’64 και του 1974, και τόσοι πολλοί άνθρωποι αγνοούνται και αυτό δημιούργησε μεγάλο τραύμα». Έτσι περιγράφει το Τρίτο Μέλος της ΔΕΑ, ο Πολ-Ανρί Αρνί, αυτό το ανθρωπιστικό θέμα.
H ΔΕΑ εκπροσωπεί και τις δύο πλευρές. Ο Νέστορας Νέστορος ως μέλος της ελληνοκυπριακής πλευράς, η Γκιουλντέν Πλουμέρ Κουτσιούκ ως μέλος της τουρκοκυπριακής και ο Αρνί, το Τρίτο Μέλος, που επελέγη από την ICRC με τη σύμφωνη γνώμη των δύο πλευρών και διορίστηκε από τον ΓΓ του ΟΗΕ.
Η εργασία της ΔΕΑ διεξάγεται με τη συμμετοχή νέων επιστημόνων και από τις δύο κοινότητες. Τον τελευταίο χρόνο, η ΔΕΑ έχει διπλασιάσει το ανθρώπινο δυναμικό του εργαστηρίου της και αύξησε τον αριθμό δειγμάτων λειψάνων που στέλλονται για ταυτοποίηση με τη μέθοδο DNA. Βασίζεται σε σημαντική βοήθεια από δωρεές και η ΕΕ συμβάλει κατά 75% στα απαιτούμενα κονδύλια.
Έξω από το χωριό Αγκαστίνα, πίσω από εργοστάσια και αποθήκες, ένα χωματόδρομος οδηγεί μακριά μέσα στα χωράφια. Από απόσταση φαίνεται σωρός χώματος και δύο εκσκαφείς. Μια ομάδα ατόμων, κυρίως νεαρών μεταξύ 20 και 30 ετών, είναι μέρος της ευρύτερης ομάδας των ατόμων που σκάβουν και εξετάζουν σχολαστικά το έδαφος. Εργάζονται στο χώρο από τις 24 Νοεμβρίου 2016 για να εντοπίσουν τέσσερις Ελληνοκύπριους που αγνοούνται από το 1974.
Αυτό είναι το πρώτο από τέσσερα στάδια στην εργασία της ΔΕΑ για επιστροφή των λειψάνων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στις οικογένειες τους.
O επικεφαλής της ομάδας των Ελληνοκυπρίων στο χώρο που επισκέφτηκε το ΚΥΠΕ, Γιάννης Ιωάννου, γεωλόγος που εργάζεται στη ΔΕΑ από το 2006, είπε ότι υπάρχουν δύο ομάδες αρχαιολόγων με δύο εκσκαφείς «που ψάχνουν για λείψανα αγνοουμένων του 1974».
«Αυτή είναι η δεύτερη φάση της εκταφής, η πρώτη φάση έλαβε χώρα το 2013 και βρήκαμε λείψανα τριών ατόμων και τώρα επειδή η νέα πληροφόρηση αφορούσε επτά αγνοούμενους στην περιοχή, η ΔΕΑ αποφάσισε να επεκτείνει το χώρο εκσκαφών και έτσι η περιοχή υπό διερεύνηση είναι τώρα αρκετά μεγάλη, για να δούμε αν υπάρχουν περισσότερα λείψανα», είπε.
O Ιωάννου ανέφερε ότι βρήκαν μερικά λείψανα, όχι όμως αρκετά κομμάτια οστών «ώστε να μπορούν να μας διαφωτίσουν για τον αριθμό (αγνοουμένων)». Αυτές οι υποθέσεις είναι οι πιο δύσκολες για μας, σημειώνει, «διότι δεν υπήρξε ταφή και δεν γνωρίζουμε τι απέγιναν τα λείψανα. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες στους οποίους μπορεί να οφείλεται η μετακίνηση οστών, όπως τα ζώα, η καλλιέργεια της γης, οι καιρικές συνθήκες, έτσι πρέπει να επεκτείνουμε (το χώρο εκσκαφής) όσο το δυνατόν περισσότερο μπορούμε».
Ο επικεφαλής της τουρκοκυπριακής ομάδας Mustafa Emre, αρχαιολόγος που εργάζεται στη ΔΕΑ από το 2011, είπε στο ΚΥΠΕ ότι «διεξάγουμε μια αρχαιολογική έρευνα σε αυτό το χώρο, ο οποίος είναι τεράστιος και το έδαφος δεν είναι βαθύ».
«Κάθε χρόνο ο χώρος καλλιεργείται και αυτό αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για μας διότι τα οστά μετακινούνται και σκορπίζονται στο χώρο». Είπε ότι η εκσκαφή είναι 30 με μέγιστο 50 εκατοστά. «Χρησιμοποιούμε τον εκσκαφέα. Ψάχνουμε με τα μάτια. Η διαδικασία είναι πολύ αργή διότι χρησιμοποιούμε εκσκαφείς και πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Δεν ψάχνουμε για ολόκληρους σκελετούς. Τα οστά έχουν χωριστεί. Εργαζόμαστε πολύ αργά και πολύ προσεκτικά», πρόσθεσε.