Les Chacals
Drame en trois actes
N. Lygeros
Acte III
Scène 5
Dans une chambre, à peine éclairée, on retrouve Alékos allongé sur l'unique lit de la pièce. À ses côtés, les mains bandées, Roza lui tient une main et repose sa tête sur son épaule dénudée. À ses pieds, se trouve la mère de Markos qui est devenue sienne. Elle le serre dans ses bras comme si elle tenait l'ultime fil de sa vie. Une lumière pâle montre le visage livide d'Alékos. La mère délire où se lamente, nul ne le sait. Avec patience, elles attendent le jugement dernier… Silence… Sur le pas de la porte, on aperçoit Vassilis avec le baglama de Markos à la main. Il n'ose pas entrer. Puis il finit par s'avancer le plus doucement possible. Les femmes ne s'aperçoivent pas de sa présence, aussi il craint de les effrayer et s'arrête subitement.
Vassilis
Comment va-t-il ?
Les deux femmes tournent lentement leur tête vers lui, le regard rempli de peine et de tristesse.
Roza
Il vit !
À ces simples mots, Vassilis esquisse un sourire.
Vassilis
Je le savais ! Un temps. Il est indestructible !
Roza, toujours inquiète
Vassili, il ne s’est toujours pas réveiller…
Vassilis
Ne t’inquiète pas, Roza, il est encore sous le choc mais cet homme est taillé dans le roc.
Roza
Que Dieu le veuille ! Et elle embrasse Alékos sur les yeux. À présent que je sais qu'il existe un tel homme, je ne veux pas le perdre. Un temps. Sans lui je ne suis plus rien…
Vassilis
Ne dis pas cela, Roza, Alékos sera toujours là.
Roza
Je cherche une lueur dans ses yeux mais je ne vois que chagrin.
Vassilis
Avec lui, le temps a changé de couleur. Sa patine a disparu. Tout est plus lumineux !
Roza
Mais il est si seul maintenant ! Un temps. Et les tourments ne cesseront jamais… Silence. Quand donc prendra fin ce terrible esclavage ?
Vassilis
Quand les hommes seront comme lui !
On entend la pluie qui tombe.
Roza
Tu entends, Vassili, même le temps pleure !
Vassilis sans rien dire s'approche Alékos et se penche sur lui.
Vassilis
Aléko ! Un temps. Je t'ai rapporté ton baglama ! Un temps.
Alékos
Non, Vassili, il est à toi !
Surpris, tous se relèvent et l'on voit enfin leurs visages remplis de joie.
Vassilis
Roza, Aléko a parlé !
Roza
Mon dieu, il est ressuscité !
La mère de Markos
Il est vraiment ressuscité !
Vassilis
Je suis heureux que tu sois de nouveau parmi nous, Aléko !
Alékos
Moi aussi, Vassili.
Et il lui serre la main.
Vassilis
Je vais prévenir Aris et les autres…
Il sort rapidement.
Roza
Parle-nous, Aléko, parle-nous !
Elle l'embrasse.
Alékos
La vie est un cadeau !
Roza
C’est toi le cadeau de ma vie ! Un temps. Est-ce que tu veux boire, mon amour ?
Alékos
Oui, je veux boire à la vie !
Au même moment, Vassilis revient avec tous les chacals à sa suite.
Aris
Apportez du tsipouro, que l’on boive à la santé d’Alékos ! Il se rapproche d'Alékos pendant que les autres s’affairent pour installer des chaises et des verres. Sois le bienvenu, mon frère !
Alékos
Merci, mon frère. Merci pour tout ! Ils s'embrassent et ensuite Roza tombe dans ses bras. Alékos lui embrasse les mains bandées en pleurant.
Aris
Allez, lève-toi à présent ! Tu t’es assez reposé !
Il l'aide à se lever et ils s'installent tous sur des chaises.
Alékos
Comment as-tu réussi à nous sortir de ce guêpier ?
Aris
C’est sans importance, l'essentiel c'est que nous soyons de nouveau tous réunis. Ils lèvent leurs verres. À la santé d'Alékos !
Tous
À ta santé, Alékos ! Ils trinquent tous leurs verres.
Alékos
Aux chacals ! Puis il se rapproche d'Aris. Ton grand-père aurait été fier de toi !
Aris
L’homme de la terre n’aime que le silence !
Alékos
Pour les hommes de cette trempe, le regard suffit ! Un temps. Puis, à Vassilis. Vassili, joue-nous un morceau avec ton baglama… Nous devons bien cela à Marko !
Vassilis
Tout de suite, Aléko !
Manos
Attends, Vassili, je vais chercher mon bouzouki…
Il sort d'un pas rapide. À ce moment-là, on entend des bruits sourds et tout le monde fait silence. Puis Manos revient vers eux.
Les sbires sont partout ! Un temps. Nous sommes faits comme des rats. Ils sont venus nous abattre…
Alékos, très calme
Calme-toi, Mano ! Un temps. Avons-nous des armes ici ?
Michalis
La maison en est pleine… Nous avons aussi de la dynamite volée… Nous pouvons tenir un siège…
Alékos
Alors prenez chacun une arme et un poste ! Servez-vous des meubles pour vous barricader.
Tous les chacals déplacent tous les meubles en bord de scène dans le noir et restent immobiles.
Roza
Mais qu'attendent-ils pour attaquer ?
Alékos
Les ordres ! Ce sont des esclaves ! À Michalis. Où est la dynamite ?
Michalis
Ici, avec moi !
Alékos, à Roza
Prends un bâton de dynamite, raccourcis la mèche le plus possible et garde une chandelle allumée près de toi. Un temps. Si tu vois que nous sommes perdus, allume la mèche !
Roza
Aléko, jamais je ne pourrais faire cela.
Alékos
Roza, tu es ma femme et je suis sûr de toi ! Un temps. Nous n'espérons rien, nous ne craignons rien, nous sommes libres !
Obscurité. On entend les premiers coups de feu.
Τα Τσακάλια
Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά Βίκυ Τσατσαμπά
Πράξη ΙΙI
Σκηνή 5
Σε ένα δωμάτιο με χαμηλό φωτισμό, βρίσκεται ο Αλέκος ξαπλωμένος στο μοναδικό κρεβάτι του δωματίου. Στο πλευρό του, με τα χέρια τυλιγμένα με επιδέσμους, η Ρόζα του πιάνει το ένα χέρι και ακουμπά το κεφάλι της στο γυμνό ώμο του. Στα πόδια του, βρίσκεται η μητέρα του Μάρκου που έχει έρθει. Τον σφίγγει μέσα στα μπράτσα της σαν να κρατά το τελευταίο νήμα της ζωής της. Ένα χλωμό φως δείχνει το μελανιασμένο πρόσωπο του Αλέκου. Η μητέρα παραληρεί ή θρηνεί, κανείς δεν το ξέρει. Με υπομονή, περιμένουν την τελική απόφαση ... Σιωπή ... Στο κατώφλι της πόρτας, διακρίνεται ο Βασίλης με τον μπαγλαμά του Μάρκου στο χέρι. Ο ίδιος δεν τολμά να μπει. Στη συνέχεια, αποφασίζει να προχωρήσει όσο πιο απαλά γίνεται. Οι γυναίκες δεν αντιλαμβάνονται την παρουσία του, έτσι ο ίδιος φοβάται μήπως τις τρομάξει και ξαφνικά σταματά.
Βασίλης
Πώς πάει;
Οι δύο γυναίκες γυρίζουν αργά το κεφάλι τους προς το μέρος του, το βλέμμα τους γεμάτα πόνο και θλίψη.
Ρόζα
Ζει!
Ζει!
Με αυτά τα λόγια, ο Βασίλης χαμόγελα.
Βασίλης
Το ήξερα! Χρόνος. Είναι άφθαρτος!
Ρόζα, πάντα ανήσυχη
Ρόζα, πάντα ανήσυχη
Βασίλη, δεν έχει ξυπνήσει ακόμα ...
Βασίλης
Μην ανησυχείς, Ρόζα, είναι ακόμα σε κατάσταση σοκ, αλλά αυτός ο άνθρωπος είναι λαξευμένος μέσα στην πέτρα.
Ρόζα
Θέλημα Θεού! Και φιλά τον Αλέκο στα μάτια. Τώρα που ξέρω ότι υπάρχει ένας τέτοιος άνδρας, δεν θέλω να τον χάσω. Χρόνος. Χωρίς αυτόν δεν είμαι τίποτα ...
Θέλημα Θεού! Και φιλά τον Αλέκο στα μάτια. Τώρα που ξέρω ότι υπάρχει ένας τέτοιος άνδρας, δεν θέλω να τον χάσω. Χρόνος. Χωρίς αυτόν δεν είμαι τίποτα ...
Βασίλης
Μην το λες αυτό, Ρόζα, ο Αλέκος θα είναι πάντα εκεί.
Ρόζα
Ψάχνω για μια αναλαμπή στα μάτια του, αλλά βλέπω μόνο θλίψη.
Βασίλης
Με αυτόν, ο χρόνος έχει αλλάξει χρώμα. Η απόχρωσή του έχει φύγει. Όλα είναι φωτεινά!
Ρόζα
Αλλά είναι τόσο μόνος τώρα! Χρόνος. Και τα βάσανα δεν σταματούν ποτέ... Σιωπή. Πότε θα λάβει τέλος αυτή τη φοβερή σκλαβιά;
Βασίλης
Όταν οι άνδρες θα είναι σαν αυτόν!
Ακούγεται η βροχή που πέφτει.
Ρόζα
Ακούς, Βασίλη, ακόμα και ο χρόνος κλαίει!
Ο Βασίλης χωρίς να πει τίποτα πλησιάζει τον Αλέκο και γέρνει πάνω του.
Βασίλης
Αλέκο! Χρόνος. Σου έφερα μπαγλαμά σου! Χρόνος.
Αλέκος
Όχι, Βασίλη, είναι δικός σου!
Έκπληκτοι, όλοι σηκώνονται και διακρίνονται επιτέλους τα πρόσωπά τους γεμάτα με χαρά.
Βασίλης
Ρόζα, ο Αλέκος μίλησε!
Ρόζα
Θεέ μου, αναστήθηκε!
Μητέρα του Μάρκου
Αληθώς αναστήθηκε!
Βασίλης
Χαίρομαι που είσαι πάλι μαζί μας, Αλέκο!
Αλέκος
Κι εγώ, Βασίλη.
Και πιάνει το χέρι του.
Βασίλης
Θα το πω στον Άρη και στους άλλους ...
Πηγαίνει γρήγορα.
Ρόζα
Μίλα μας, Αλέκο, μίλα μας!
Μίλα μας, Αλέκο, μίλα μας!
Την φιλάει.
Αλέκος
Η ζωή είναι ένα δώρο!
Ρόζα
Εσύ είσαι το δώρο της ζωής μου! Χρόνος. Θέλεις να πιεις κάτι, αγάπη μου;
Εσύ είσαι το δώρο της ζωής μου! Χρόνος. Θέλεις να πιεις κάτι, αγάπη μου;
Αλέκος
Ναι, θέλω να πιω τη ζωή!
Την ίδια στιγμή, ο Βασίλης επιστρέφει με όλα τα τσακάλια μετά από αυτόν.
Άρης
Φέρτε τσίπουρο, θα πιούμε στην υγεία του Αλέκου! Πλησιάζει τον Αλέκο, ενώ οι άλλοι προσπαθούν να τοποθετήσουν τις καρέκλες και τα ποτήρια. Καλώς ήρθες, αδελφέ μου!
Αλέκος
Σ’ ευχαριστώ, αδελφέ μου. Σ’ ευχαριστώ για όλα! Αγκαλιάζονται και στη συνέχεια η Ρόζα πέφτει στην αγκαλιά τους. Ο Αλέκος φιλιά τα χέρια της με τον επίδεσμο, με δάκρυα.
Άρης
Έλα, σήκω τώρα! Αρκετά ξεκουράστηκες!
Εκείνος τον βοηθά και όλοι κάθονται στις καρέκλες.
Αλέκος
Πώς καταφέρατε να μας βγάλετε από αυτό το χάος;
Άρης
Δεν έχει σημασία, το σημαντικό είναι ότι είμαστε πάλι όλοι μαζί. Σηκώνουν τα ποτήρια τους. Στην υγειά του Αλέκου!
Όλοι
Στην υγειά σου, Αλέκο! Τσουγκρίζουν όλοι τα ποτήρια τους.
Αλέκος
Στα τσακάλια! Στη συνέχεια, πλησιάζοντας τον Άρη. Ο παππούς σου θα ήταν περήφανος για σένα!
Άρης
Ο άνθρωπος της γης, δεν αγαπά παρά τη σιωπή!
Αλέκος
Για τους άνδρες αυτής της κατηγορίας, το βλέμμα είναι αρκετό! Χρόνος. Στη συνέχεια προς τον Βασίλη. Βασίλη, παίξε μας ένα τραγούδι με το μπαγλαμά σου ... Το οφείλουμε στον Μάρκο!
Βασίλης
Αμέσως, Αλέκο!
Μάνος
Περίμενε, Βασίλη, πάω να βρω μπουζούκι μου ...
Βγαίνει γρήγορα. Εκείνη τη στιγμή ακούγονται υπόκωφοι θόρυβοι και όλοι μένουν σιωπηλοί. Στη συνέχεια ο Μάνος επιστρέφει σε αυτούς.
Τα τσιράκια είναι παντού! Χρόνος. Μας παγίδευσαν. Ήρθαν να μας σκοτώσουν ...
Αλέκος, πολύ ήρεμος
Ηρέμησε, Μάνο! Χρόνος. Έχουμε όπλα εδώ;
Μιχάλης
Το σπίτι είναι γεμάτο ... Έχουμε επίσης χειροβομβίδες ... Μπορούμε να λάβουμε μια θέση ...
Αλέκος
Εμπρός, πάρτε ο καθένας ένα όπλα και μία θέση! Χρησιμοποιήστε τα έπιπλα για οχυρό.
Όλα τα τσακάλια βάζουν όλα τα έπιπλα στην άκρη της σκηνής μέσα στο σκοτάδι και παραμένουν ακίνητοι.
Ρόζα
Αλλά τι περιμένουν για να επιτεθούν;
Αλλά τι περιμένουν για να επιτεθούν;
Αλέκος
Εντολές! Είναι σκλάβοι! Στο Μιχάλη. Πού είναι ο δυναμίτης;
Μιχάλης
Εδώ μαζί μου!
Αλέκος, στη Ρόζα
Πάρε ένα ραβδί δυναμίτη, κόψε όσο το δυνατόν περισσότερο φιτίλι και κράτα ένα αναμμένο κερί κοντά σου. Χρόνος. Αν δεις ότι είμαστε χαμένοι, άναψε το φυτίλι!
Ρόζα
Αλέκο, δεν θα μπορούσα ποτέ να το κάνω αυτό.
Αλέκος
Ρόζα, είσαι η γυναίκα μου και είμαι βέβαιος για σένα! Χρόνος. Δεν ελπίζουμε τίποτα, δεν φοβόμαστε τίποτα, είμαστε ελεύθεροι!
Σκοτάδι. Ακούγονται οι πρώτοι πυροβολισμοί.