Στην τεράστια βιβλιοθήκη
Ν. Λυγερός
Σε μια τεράστια βιβλιοθήκη, ο δάσκαλος και η μαθήτριά του εξετάζουν παπύρους. Ο δάσκαλος διαβάζει σιωπηλά και η μαθήτριά του παίρνει σημειώσεις.
- Δάσκαλε;
- Πες μου, μαθήτρια…
- Αυτό είναι το έργο της σιωπής;
- Είναι η ανάγνωση των νεκρών.
- Και πάντα αρχίζετε με αυτόν τον τρόπο;
- Αν δεν διαβάσεις τους νεκρούς, δεν μπορείς να γράψεις για τους αγέννητους.
- Αυτό το καταλαβαίνω, δάσκαλε.
- Τότε;
- Τότε εμείς τι είμαστε;
- Οι γέφυρες.
- Οι γέφυρες;
- Οι φάροι, αν προτιμάς.
Η μαθήτρια έκανε ένα χαρακτηριστικό μορφασμό. Ήταν στην Αλεξάνδρεια τώρα και ήξερε με ακρίβεια τον συμβολισμό και την ουσία του φάρου. Αλλά την είχε ξαφνιάσει η λέξη γέφυρες.
- Γιατί γέφυρες;
- Για να ενωθούν οι όχθες.
- Ποιες όχθες;
- Το παρελθόν και το μέλλον.
- Και το παρόν;
- Κυλά από κάτω μας.
- Και δεν μας αγγίζει.
- Αυτή είναι η ιδέα.
- Άρα είμαστε τα βιβλία μας.
- Δεν θα το έλεγα αλλιώς.
- Μα εσείς δάσκαλε, δεν είστε βιβλίο.
- Κάποιοι πρέπει να είναι εγκυκλοπαίδειες για να ζήσουν τα βιβλία.
- Και αυτοί που καίνε τα βιβλία;
- Είναι οι εχθροί μας.
- Οι βάρβαροι.
- Διαπράττουν ένα έγκλημα κατά της Ανθρωπότητας.
- Και αυτοί οι πάπυροι δάσκαλε.
- Είναι τα πιο παλιά βιβλία και πρέπει να τα προσέχουμε σαν κόρη οφθαλμού.
- Έχετε δίκιο δάσκαλε.
- Εδώ βρίσκεται η πηγή του πολιτισμού μας.
- Με σας το νιώθω πιο έντονα.
- Αυτό είναι το πρέπον.
- Κι αν χαθούν;
- Δεν πρέπει.
- Και αν γίνει;
- Θα πεθάνουμε πρώτα.
- Και μετά;
- Θα επανέλθουμε για να συνεχίσουμε την ιστορία.
- Δάσκαλε, γι’ αυτό γράφετε τόσο πολύ;
- Για αυτό πρέπει να διαβάζεις.
- Διαβάζω, δάσκαλε, διαβάζω.
- Αλλιώς δεν θα ήσουν μαθήτριά μου.
- Σωστά και δεν θα το άντεχα.
- Αντέχεις, το βλέπω.
- Κάνω ό,τι μπορώ.
- Αυτό δεν αρκεί.
- Με εσάς κάνω ό,τι δεν μπορώ.
- Αυτό είναι το πρέπον.
- Δάσκαλε, θα μου το εξηγήσετε αυτό το κείμενο που διαβάζετε;
- Αυτό κάνουμε ήδη.
- Μα δεν μου είπατε λέξη.
- Όλα αρχίζουν με την σιωπή και ειδικά αυτό.
- Μα γιατί;
- Έτσι διαβάζεται ο Αρχιμήδης.
- Δάσκαλε;
- Πες μου, μαθήτρια…
- Αυτό είναι το έργο της σιωπής;
- Είναι η ανάγνωση των νεκρών.
- Και πάντα αρχίζετε με αυτόν τον τρόπο;
- Αν δεν διαβάσεις τους νεκρούς, δεν μπορείς να γράψεις για τους αγέννητους.
- Αυτό το καταλαβαίνω, δάσκαλε.
- Τότε;
- Τότε εμείς τι είμαστε;
- Οι γέφυρες.
- Οι γέφυρες;
- Οι φάροι, αν προτιμάς.
Η μαθήτρια έκανε ένα χαρακτηριστικό μορφασμό. Ήταν στην Αλεξάνδρεια τώρα και ήξερε με ακρίβεια τον συμβολισμό και την ουσία του φάρου. Αλλά την είχε ξαφνιάσει η λέξη γέφυρες.
- Γιατί γέφυρες;
- Για να ενωθούν οι όχθες.
- Ποιες όχθες;
- Το παρελθόν και το μέλλον.
- Και το παρόν;
- Κυλά από κάτω μας.
- Και δεν μας αγγίζει.
- Αυτή είναι η ιδέα.
- Άρα είμαστε τα βιβλία μας.
- Δεν θα το έλεγα αλλιώς.
- Μα εσείς δάσκαλε, δεν είστε βιβλίο.
- Κάποιοι πρέπει να είναι εγκυκλοπαίδειες για να ζήσουν τα βιβλία.
- Και αυτοί που καίνε τα βιβλία;
- Είναι οι εχθροί μας.
- Οι βάρβαροι.
- Διαπράττουν ένα έγκλημα κατά της Ανθρωπότητας.
- Και αυτοί οι πάπυροι δάσκαλε.
- Είναι τα πιο παλιά βιβλία και πρέπει να τα προσέχουμε σαν κόρη οφθαλμού.
- Έχετε δίκιο δάσκαλε.
- Εδώ βρίσκεται η πηγή του πολιτισμού μας.
- Με σας το νιώθω πιο έντονα.
- Αυτό είναι το πρέπον.
- Κι αν χαθούν;
- Δεν πρέπει.
- Και αν γίνει;
- Θα πεθάνουμε πρώτα.
- Και μετά;
- Θα επανέλθουμε για να συνεχίσουμε την ιστορία.
- Δάσκαλε, γι’ αυτό γράφετε τόσο πολύ;
- Για αυτό πρέπει να διαβάζεις.
- Διαβάζω, δάσκαλε, διαβάζω.
- Αλλιώς δεν θα ήσουν μαθήτριά μου.
- Σωστά και δεν θα το άντεχα.
- Αντέχεις, το βλέπω.
- Κάνω ό,τι μπορώ.
- Αυτό δεν αρκεί.
- Με εσάς κάνω ό,τι δεν μπορώ.
- Αυτό είναι το πρέπον.
- Δάσκαλε, θα μου το εξηγήσετε αυτό το κείμενο που διαβάζετε;
- Αυτό κάνουμε ήδη.
- Μα δεν μου είπατε λέξη.
- Όλα αρχίζουν με την σιωπή και ειδικά αυτό.
- Μα γιατί;
- Έτσι διαβάζεται ο Αρχιμήδης.
Dans une immense bibliothèque
N. Lygeros
Traduit du Grec par A.-M. Bras
Dans une immense bibliothèque, le maître et sa disciple étudient des papyrus. Le maître lit en silence et sa disciple prend des notes.
- Maître ?
- Dis-moi, disciple...
- Ceci est le travail du silence ?
- C’est la lecture des morts.
- Et vous commencez toujours de cette façon ?
- Si tu ne lis pas les morts, tu ne peux pas écrire pour ceux qui ne sont pas nés.
- Cela je le comprends, Maître.
- Alors ?
- Alors nous, que sommes-nous ?
- Les ponts.
- Les ponts ?
- Les phares, si tu préfères.
La disciple fit une grimace caractéristique. Elle était maintenant à Alexandrie et connaissait exactement le symbolisme et l’essence du phare. Mais ce qui l’avait surprise était le mot « ponts ».
- Pourquoi des ponts ?
- Pour faire unir les berges.
- Quelles berges ?
- Le passé et l'avenir.
- Et le présent ?
- Il coule sous nos pieds.
- Et il ne nous touche pas.
- C'est cela l'idée.
- Donc, nous sommes nos livres.
- Je ne le dirais pas autrement.
- Mais vous, maître, vous n’êtes pas un livre.
- Certains doivent être des encyclopédies pour que vivent les livres.
- Et ceux qui brûlent les livres ?
- Ce sont nos ennemis.
- Les barbares.
- Ils commettent un crime contre l'humanité.
- Et ces papyrus, maître ?
- Ce sont les livres les plus anciens et il faut y faire attention comme à la prunelle de ses yeux.
- Vous avez raison, maître.
- Ici se trouve la source de notre civilisation.
- Avec vous je le ressens plus intensément.
- C’est ce qu’il faut.
- Et s’ils se perdent ?
- Il ne faut pas.
- Et si cela arrive ?
- Nous mourrons d'abord.
- Et puis ?
- Nous reviendrons pour continuer l'histoire.
- Maître, c’est pour cela que vous écrivez tant ?
- C’est pour cela que tu dois lire.
- Je lis, maître, je lis.
- Sinon, tu ne serais pas ma disciple.
- C'est vrai, et je ne le supporterais pas.
- Tu supportes, je le vois.
- Je fais ce que je peux.
- Ce n'est pas suffisant.
- Avec vous, je fais ce que je ne peux pas.
- C’est ce qu’il faut.
- Maître, m’expliquerez-vous ce texte que vous lisez ?
- Nous le faisons déjà.
- Mais vous ne m’avez pas dit un mot.
- Tout commence par le silence et surtout pour celui-ci.
- Mais pourquoi ?
- Ainsi se lit Archimède.
- Maître ?
- Dis-moi, disciple...
- Ceci est le travail du silence ?
- C’est la lecture des morts.
- Et vous commencez toujours de cette façon ?
- Si tu ne lis pas les morts, tu ne peux pas écrire pour ceux qui ne sont pas nés.
- Cela je le comprends, Maître.
- Alors ?
- Alors nous, que sommes-nous ?
- Les ponts.
- Les ponts ?
- Les phares, si tu préfères.
La disciple fit une grimace caractéristique. Elle était maintenant à Alexandrie et connaissait exactement le symbolisme et l’essence du phare. Mais ce qui l’avait surprise était le mot « ponts ».
- Pourquoi des ponts ?
- Pour faire unir les berges.
- Quelles berges ?
- Le passé et l'avenir.
- Et le présent ?
- Il coule sous nos pieds.
- Et il ne nous touche pas.
- C'est cela l'idée.
- Donc, nous sommes nos livres.
- Je ne le dirais pas autrement.
- Mais vous, maître, vous n’êtes pas un livre.
- Certains doivent être des encyclopédies pour que vivent les livres.
- Et ceux qui brûlent les livres ?
- Ce sont nos ennemis.
- Les barbares.
- Ils commettent un crime contre l'humanité.
- Et ces papyrus, maître ?
- Ce sont les livres les plus anciens et il faut y faire attention comme à la prunelle de ses yeux.
- Vous avez raison, maître.
- Ici se trouve la source de notre civilisation.
- Avec vous je le ressens plus intensément.
- C’est ce qu’il faut.
- Et s’ils se perdent ?
- Il ne faut pas.
- Et si cela arrive ?
- Nous mourrons d'abord.
- Et puis ?
- Nous reviendrons pour continuer l'histoire.
- Maître, c’est pour cela que vous écrivez tant ?
- C’est pour cela que tu dois lire.
- Je lis, maître, je lis.
- Sinon, tu ne serais pas ma disciple.
- C'est vrai, et je ne le supporterais pas.
- Tu supportes, je le vois.
- Je fais ce que je peux.
- Ce n'est pas suffisant.
- Avec vous, je fais ce que je ne peux pas.
- C’est ce qu’il faut.
- Maître, m’expliquerez-vous ce texte que vous lisez ?
- Nous le faisons déjà.
- Mais vous ne m’avez pas dit un mot.
- Tout commence par le silence et surtout pour celui-ci.
- Mais pourquoi ?
- Ainsi se lit Archimède.