Wednesday, January 23, 2013

    Sur un conte arménien


    Sur un conte arménien
    N. Lygeros

    À première lecture, les contes arméniens sont toujours surprenants. Ce n’est pas tellement la chute elle-même qui provoque cette surprise mais plutôt l’approche du récit. Les contes arméniens sont empreints d’une gravité qui les rend très humains. Il est difficile de penser qu’ils sont conçus pour des enfants. Il est plus vraisemblable que leur auditoire soit en réalité tout le peuple arménien. C’est pour cette raison que nous sommes si sensibles à l’anthologie de notre amie Louise Kiffer qui s’y connaît si bien en fleurs sauvages. Et sans doute l’un est-il lié à l’autre. Car les contes arméniens sont comme les fleurs sauvages. Nous ne les trouvons pas dans un jardin à la française ou à l’anglaise. Ils sont libres et appartiennent à la nature arménienne. Il faut donc aller les chercher sur place, sans avoir la possibilité de les trouver dans un lieu connu. Les contes arméniens sont aussi une forme de diaspora dans la narration arménienne. Chaque auteur a voulu enrichir le patrimoine arménien sans attendre de récompense en retour. Le sourire, la joie et la surprise des enfants suffisent à sa peine. Le reste est superflu. Car le conte est avant tout un don, un don anonyme. Voilà l’un de ses paradoxes les plus profonds. Il est créé dans un cadre social mais transcende sa condition pour s’adresser à la graine de l’humanité, les enfants. Après tout, Jacques Brel, l’a bien chanté même s’il a fallu entendre Charles Aznavour pour le comprendre. Les enfants sont tous les mêmes, ce n’est qu’après, longtemps après… Voilà pourquoi il est difficile de comprendre pourquoi les contes arméniens nous touchent autant. Car quelques détails suffisent à nous émouvoir. Comme si nous étions devant les broderies d’un costume traditionnel. Est-ce notre manière à nous de découvrir l’oubli d’une réalité, est-ce notre façon de rechercher cette réalité passée ou est-ce notre conscience de l’arménité ? Dans tous les cas, nous ne pouvons rester indifférents au récit, comme s’il puisait dans nos entrailles pour révéler les trésors de la terre des pierres. Comme si le narrateur sculptait dans notre nature humaine pour découvrir la croix nouée cachée en nous. Dans les contes arméniens, il faut avoir de grands yeux noirs pour être capable de pleurer devant l’émotion des enfants. Ainsi nous retrouvons en nous l’âme de Papik, et Tatik au moment où ils racontaient des histoires aux petits que nous étions dans le temps. Car c’est justement cet ancrage dans le temps qui nous caractérise. Innocents ou justes, survivants de la diaspora, nous sommes tous conscients que, malgré la volonté de la sublime horreur, nous sommes toujours là, à œuvrer pour l’humanité d’un peuple mais aussi pour le peuple de l’humanité. C’est l’ensemble de cela que nous retrouvons dans l’âme du conte arménien et c’est à cette âme que nous avons voulu rendre hommage avec le conte La Lumineuse et le dragon.






    Περί ενός αρμενικού παραμυθιού
    Ν. Λυγερός

    Στην πρώτη ανάγνωση, τα αρμενικά παραμύθια πάντα μας εκπλήττουν. Δεν είναι τόσο το γεγονός ότι μας κυριεύουν που προκαλεί αυτή την έκπληξη, αλλά μάλλον η προσέγγιση της διήγησης. Τα αρμενικά παραμύθια αποτυπώνονται από μια βαρύτητα που τα καθιστά πολύ ανθρώπινα. Είναι δύσκολο να σκεφτούμε ότι έχουν επινοηθεί για παιδιά. Είναι πιο αληθοφανές να πούμε ότι το κοινό τους είναι στην πραγματικότητα όλος ο αρμενικός λαός. Γι’ αυτό μας συγκινεί τόσο η ανθολογία της φίλης μας Louise Kiffer που είναι ειδική για τα αγριολούλουδα. Και χωρίς αμφιβολία, είναι αλληλένδετα μεταξύ τους διότι τα αρμενικά παραμύθια είναι όπως τα αγριολούλουδα. Δεν τα βρίσκουμε σε κήπους γαλλικού ή αγγλικού τύπου. Είναι ελεύθερα και ανήκουν στην αρμενική φύση. Κι έτσι, πρέπει να πάμε να τα αναζητήσουμε επί τόπου, χωρίς να έχουμε τη δυνατότητα να τα βρούμε σε κάποιο γνωστό μέρος. Τα αρμενικά παραμύθια είναι επίσης μια μορφή διασποράς μέσα στην αρμενική λογοτεχνία. Κάθε συγγραφέας ήθελε να εμπλουτίσει την αρμενική πατρογονική κληρονομιά χωρίς να περιμένει ανταμοιβή. Το χαμόγελο, η χαρά και η έκπληξη των παιδιών αρκούν για την προσφορά του. Τα υπόλοιπα είναι περιττά. Γιατί πάνω απ’ όλα, το παραμύθι είναι ένα δώρο, ένα ανώνυμο δώρο. Αυτό είναι ένα από τα πιο βασικά του παράδοξα. Δημιουργείται σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο, αλλά ξεπερνά τους κανόνες για να απευθυνθεί στα βλαστάρια της ανθρωπότητας, τα παιδιά. Εξάλλου, ο Jacques Brel τα τραγούδησε τόσο όμορφα έστω κι αν έπρεπε να ακουστεί ο Charles Aznavour για να τα καταλάβουμε. Τα παιδιά είναι όλα τα ίδια, μόνο μετά, πολύ μετά... Γι’ αυτό είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί τα αρμενικά παραμύθια μάς αγγίζουν τόσο. Επειδή κάποιες λεπτομέρειες αρκούν για να μας συγκινήσουν. Όπως όταν βρισκόμαστε μπροστά στις δαντέλες μιας παραδοσιακής στολής. Είναι ο δικός μας τρόπος να ανακαλύπτουμε τη λήθη μιας πραγματικότητας; Είναι η μέθοδός μας για να αναζητούμε αυτή την πραγματικότητα που πέρασε; Ή μήπως είναι η συνείδησή μας για την αρμενοσύνη; Σε κάθε περίπτωση, η διήγηση δεν μπορεί να μας αφήσει αδιάφορους, λες κι αντλεί από τα σπλάχνα μας τους θησαυρούς της γης της πέτρας. Λες κι ο αφηγητής χαράσσει την ανθρώπινη φύση μας για να ανακαλύψει τον πλεγμένο σταυρό που είναι κρυμμένος μέσα μας. Μέσα στα αρμενικά παραμύθια, πρέπει να έχεις μεγάλα μαύρα μάτια για να μπορείς να κλαις μπροστά στα συναισθήματα των παιδιών. Έτσι ξαναβρίσκουμε μέσα μας την ψυχή του Papik και της Tatik την ώρα που διηγούνταν τις ιστορίες στους μικρούς που υπήρξαμε μέσα στο χρόνο. Γιατί είναι ακριβώς αυτό το αγκυροβόλημα μέσα στο χρόνο που μας χαρακτηρίζει. Αθώοι ή δίκαιοι, επιζήσαντες της διασποράς, έχουμε όλοι επίγνωση ότι παρά τη βούληση της υψηλής φρικαλεότητας, είμαστε πάντα εδώ, για να παράγουμε έργο για την ανθρωπότητα ενός λαού αλλά επίσης για το λαό της ανθρωπότητας. Είναι όλο αυτό το σύνολο που ξαναβρίσκουμε μέσα στην ψυχή του αρμενικού παραμυθιού και είναι αυτή την ψυχή που θέλαμε να τιμήσουμε με το παραμύθι Η Φωτεινή και ο Δράκος.